βιολί

βιολί
violon

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Regardez d'autres dictionnaires:

  • βιολί — Έγχορδο μουσικό όργανο με τόξο. Έχει τέσσερις χορδές (σολ, ρε, λα, μι),που κουρδίζονται κατά πέμπτες. Η προέλευσή του, όπως άλλωστε και όλων των οργάνων με τόξο, είναι αβέβαιη. Ίσως να προέρχεται απότο αραβικό ρεμπάμπ, που έγινε γνωστό στην… …   Dictionary of Greek

  • βιολί — το 1. έγχορδο μουσικό όργανο: Μάθαινε βιολί από μικρός. 2. ο βιολιστής: Είναι το πρώτο βιολί της ορχήστρας. 3. μτφ., εμμονή ή επανάληψη ενοχλητικών λόγων και πράξεων: Προσπαθώ τόσο πολύ να σου δώσω να καταλάβεις, αλλά εσύ το βιολί σου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βιολί της θάλασσας — Γένος πλαγιόστομων ψαριών της οικογένειας των ρινοβατιδών. Περιλαμβάνει περίπου 10 είδη ψαριών που έχουν μήκος έως 3 μ. και ζουν κοντά στις ακτές των τροπικών και υποτροπικών περιοχών. Από τα πιο γνωστά είδη είναι η ρινοβατίδα η κοινή,που ζει στη …   Dictionary of Greek

  • κοντσέρτο — (concerto). Μουσική σύνθεση για ένα ή περισσότερα σόλο όργανα και ορχήστρα. Ο όρος κ. ανάγεται στον 16o αι., όταν υποδήλωνε κάθε μουσική συνόλου, είτε οργανικού είτε φωνητικού, με συνοδεία μουσικών οργάνων, συνήθως στην περίπτωση του μοτέτου με… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… …   Dictionary of Greek

  • βιόλα — Έγχορδο μουσικό όργανο με τόξο. Έχει τέσσερις χορδές (ντο, σολ, ρε, λα),που κουρδίζονται κατά πέμπτες και ηχούν μια οκτάβα οξύτερα από τις χορδές του βιολοντσέλου. Με διαστάσεις κάπως μεγαλύτερες από το βιολί, η β. έχει κοινό μηχανισμό και… …   Dictionary of Greek

  • Βιότι, Τζοβάνι Μπατίστα — (Giovanni Battista Viotti, Φο ντανέτο, Βερτσέλι 1755 – Λονδίνο 1824).Ιταλός συνθέτης και βιολονίστας. Σπούδασε βιολί και έγινε μέλος της βασιλικής ορχήστρας του Τορίνο, θέση που αργότερα εγκατέλειψε για να ακολουθήσει τη σταδιοδρομία του σολίστ.… …   Dictionary of Greek

  • Μπαχ, Γιόχαν Σεμπάστιαν — (Johann Sebastian Bach, Άιζεναχ, 1685 – Λειψία 1750). Ήταν το τελευταίο από τα έξι παιδιά του Αμπρόζιους Μπαχ, μoυσικoύ factotum της μικρής πόλης, από τον οποίο έμαθε, στα πρώτα χρόνια της παιδικής του ηλικίας, να παίζει βιολί. Με τον θάνατο της… …   Dictionary of Greek

  • Παγκανίνι Νικολό — (Paganini, 1782 – 1840). Ιταλός βιολιστής και συνθέτης. Δάσκαλοί του υπήρξαν, ο πατέρας του (ερασιτέχνης μουσικός) και ταπεινοί Γενοβέζοι βιολιστές. Έδωσε τις πρώτες του συναυλίες στη Γένοβα και στη Φλωρεντία και ύστερα πήγε στην Πάρμα, όπου… …   Dictionary of Greek

  • λύρα — I (Ζωολ.). Κοινή ονομασία στρουθιομόρφων πτηνών του γένους Menura, της οικογένειας των μηνουριδών. Βλ. λ. μηνουρίδες. II (Μουσ.). Μουσικό όργανο. Προέρχεται από τη Σουμερία (3η χιλιετία π.Χ.), αλλά συνδέθηκε άμεσα με την αρχαία Ελλάδα, ενώ,… …   Dictionary of Greek

  • Βιετάμπ, Ανρί — (Henri Vieuxtemps, Βερβιέ, Λιέγη 1820 – Μουσταφά, Αλγέρι 1881). Βέλγος συνθέτης και βιολονίστας. Ταλέντο με πρόωρη καλλιτεχνική ανάπτυξη (έπαιζε βιολί στα έξι του χρόνια), το 1828 είχε κιόλας επιβληθεί ως άριστος δεξιοτέχνης. Σε ηλικία 26 ετών,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”